- υπολογιστής
- ο, Ν1. βοηθός λογιστής2. (πληροφ.) ο ηλεκτρονικός υπολογιστής3. ναυτ. τίτλος οικονομικού βαθμοφόρου αντίστοιχος τού αρχικελευστή4. μτφ. άνθρωπος που σκέπτεται και ενεργεί με ιδιοτέλεια και υστεροβουλία συμφεροντολόγος5. φρ. α) «ηλεκτρονικός υπολογιστής»(πληροφ.) συσκευή η οποία επιλύει προβλήματα με την εφαρμογή προκαθορισμένων λειτουργιών πάνω σε στοιχεία πληροφορίας ή δεδομένα τα οποία εισάγονται σε αυτήν, δεδομένα τα οποία αυτή επεξεργάζεται με απόλυτη ακρίβεια και ταχύτητα, χωρίς την ανάγκη ανθρώπινης παρέμβασηςβ) «αναλογικός υπολογιστής»(πληροφ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής που εργάζεται με δεδομένα τα οποία αναπαρίστανται από μεταβλητές φυσικές ποσότητες, όπως είναι η ηλεκτρική τάση, και εκτελεί συνεχείς μετρήσειςγ) «ψηφιακός υπολογιστής»(πληροφ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής που εργάζεται με αριθμούς, λέξεις και σύμβολα εκφραζόμενα με τη μορφή ψηφίων, τα οποία χειρίζεται και μετράει διακεκριμένα, ξεχωριστάδ) «υβριδικός υπολογιστής»(πληροφ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά τών δύο προηγούμενων κατηγοριών και χρησιμοποιεί ταυτόχρονα αναλογικές και διάκριτες αναπαραστάσεις δεδομένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.